γιντικλάντισμα
(ουσ. ουδ.)
γουdουκλάιμα
[ɣunduˈklaima]
Μισθ.
Από το ρ. γιντικλαντίζω, όπου και τύπ. γουdουκλαΐζου, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Γαργάλημα
Συνών.
γαργάλεμα