ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιντικλαντίζω (ρ.) γι̂ντι̂κλαdίζω [ɣɯdɯklaˈdizo] Αραβαν. γουdουκλαΐζου [ɣuduklaˈizu] Μισθ. γι̂ντι̂κλαdώ [ɣɯduklaˈdo] Σίλ. qι̂τι̂qλατώ [qɯtɯklaˈto] Φλογ. qι̂qι̂λατίζω [qɯqɯlaˈtizo] Μαλακ. Από το τουρκ. ρ. gıdıklamak (αόρ. gıdıkladı) = γαργαλάω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Γαργαλώ ό.π.τ. : Στάσι άλλου να μη γουdουκλαΐζεις, γιοχσά μη πατλαΐσου (Σταμάτα να με γαργαλάς αλλιώς θα σκάσω) Μισθ. -Κοτσαν.