γιντικλαντίζω
(ρ.)
γι̂ντι̂κλαdίζω
[ɣɯdɯklaˈdizo]
Αραβαν.
γουdουκλαΐζου
[ɣuduklaˈizu]
Μισθ.
γι̂ντι̂κλαdώ
[ɣɯduklaˈdo]
Σίλ.
qι̂τι̂qλατώ
[qɯtɯklaˈto]
Φλογ.
qι̂qι̂λατίζω
[qɯqɯlaˈtizo]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. gıdıklamak (αόρ. gıdıkladı) = γαργαλάω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Γαργαλώ
ό.π.τ.
:
Στάσι άλλου να μη γουdουκλαΐζεις, γιοχσά μη πατλαΐσου
(Σταμάτα να με γαργαλάς αλλιώς θα σκάσω)
Μισθ.
-Κοτσαν.