γαργαλίζω
(ρ.)
γαργαλίζω
[ɣarɣaˈlizo]
Γούρδ.
Παθ.
γαργαλίζουμαι
[ɣarɣaˈlizume]
Γούρδ.
Αρχ. ρ. γαργαλίζω.
Γαργαλάω.
Συνών.
γαργαλεύω :1, γιντικλαντίζω, γιτζικλαντίζω