ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαργαράς (ουσ. αρσ.) γαργαράς [ɣarɣaˈras] Φάρασ. Από το αρχ. ουσ. γαργαρεών, απώτερα ηχομιμητ.
Λαιμός, λάρυγγας : || Φρ. Έβγκαλές τα σως το γαργαρά μου (Μου τα έβγαλες ως τον λαιμό˙ με έφερες ως εδώ, είμαι στα πρόθυρα να σε βρίσω) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γκιρτλάκι, γουργούρι, λάραγγο, μπογάζι :3, συνξύνα