γαργαράς
(ουσ. αρσ.)
γαργαράς
[ɣarɣaˈras]
Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. γαργαρεών, απώτερα ηχομιμητ.
Λαιμός, λάρυγγας
:
|| Φρ.
Έβγκαλές τα σως το γαργαρά μου
(Μου τα έβγαλες ως τον λαιμό˙ με έφερες ως εδώ, είμαι στα πρόθυρα να σε βρίσω)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γκιρτλάκι, γουργούρι, λάραγγο, μπογάζι :3, συνξύνα