γαργαράς
(ουσ. αρσ.)
γαργαράς
[ɣarɣaˈras]
Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. γαργαρεών, απώτερα ηχομιμητ.
Τροποποιήθηκε: 27/02/2025