λάραγγο
(ουσ. ουδ.)
λάραγγο
[ˈlaraŋgo]
Αραβ.
Από το αρχ. ουσ. λάρυγξ -γγος με μεταπλ. κατά τα αρσ. σε -ος.
Λάρυγγας.
Συνών.
γαργαράς, γκιρτλάκι, γουργούρι, μπογάζι :3, συνξύνα