λαφριάζω
(ρ.)
λαφριάζω
[laˈfrjazo]
Φλογ.
Από το επίθ. λαφρός και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
1. Ελαφρύνω
Συνών.
λαφρυναίνω, λαφρώνω
2. Χάνω την σοβαρότητά μου