ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λαφρυναίνω (ρ.) 'αφρυναίνω [afriˈneno] Φάρασ. Από το αρχ. ρ. ἐλαφρύνω, αόρ. ἐλάφρυνα με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -αίνω.
Ελαφρώνω, ξαλαφρώνω : Ατέ ένι τομόν τ' όιμα, ασ' το πουά τα κρίματα του έχουν 'αφρυναίνουν (Τούτο είναι το αίμα μου, για να ξαλαφρωθούν οι πολλές αμαρτίες που έχουν) Φάρασ. -Lag. Συνών. λαφριάζω, λαφρυνίσκω, λαφρώνω