ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λαχανομύτα (ουσ. θηλ.) Πληθ. λαχαν’μύτις [laxanˈemitis] Μισθ. Από το ουσ. λάχανο κατά γεν. και το ουσ. μύτη, όπου και τύπ. μύτα.
Βλαστός του λάχανου : Aράιζαν να έχ’ λαχαν’μύτις ντου γιαζού (Έψαχναν να έχει βλαστούς λάχανου ο αγρός) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ