λαχανομύτα
(ουσ. θηλ.)
Πληθ.
λαχαν’μύτις
[laxanˈemitis]
Μισθ.
Από το ουσ. λάχανο κατά γεν. και το ουσ. μύτη, όπου και τύπ. μύτα.
Βλαστός του λάχανου
:
Aράιζαν να έχ’ λαχαν’μύτις ντου γιαζού
(Έψαχναν να έχει βλαστούς λάχανου ο αγρός)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ