λάχημα
(ουσ. ουδ.)
λάχημα
[ˈlaçima]
Μισθ.
Από το ουσ. λαχαίνω και το παραγωγ. επίθμ. -μα (πβ. μαθαίνω - μάθημα).
Τροποποιήθηκε: 08/05/2025