λάφρυνση
(ουσ. θηλ.)
'λέφρυν'
[ˈlefrin]
Αξ.
Νεότ. ουσ. ἐλάφρυνση (Λεξ. Κριαρ.), το οπ. από το αρχ. ρ. ἐλαφρύνω και το παραγωγ. επίθμ. -ση.
Ξαλάφρωμα, ανακούφιση από ψυχικό βάρος ή θλίψη
Αξ.
:
|| Φρ.
Χεός ας σε ντώκ’ ‘λέφρυν’
(Ο Θεός ας σου δώσει ξαλάφρωμα˙ για νεκρό, ας αναπαυθεί)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
λάφρωση