ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λάφρυνση (ουσ. θηλ.) 'λέφρυν' [ˈlefrin] Αξ. Νεότ. ουσ. ἐλάφρυνση (Λεξ. Κριαρ.), το οπ. από το αρχ. ρ. ἐλαφρύνω και το παραγωγ. επίθμ. -ση.
Ξαλάφρωμα, ανακούφιση από ψυχικό βάρος ή θλίψη Αξ. : || Φρ. Χεός ας σε ντώκ’ ‘λέφρυν’ (Ο Θεός ας σου δώσει ξαλάφρωμα˙ για νεκρό, ας αναπαυθεί) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. λάφρωση