ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λάφι (ουσ. ουδ.) λάφι [ˈlafi] Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. laf = α) λόγια β) φλυαρία γ) συνομιλία. Η λ. και Πόντ.
Κουβέντα, λόγος ό.π.τ. : Ατό του Δεσπότη το λάφι τ͑οχάντσιν πολύ σην καλογρα̈́ (Αυτός ο λόγος του Δεσπότη πείραξε πολύ την καλόγρια) Τσουχούρ. -Αναστασ.Ιδ. Ήκ'σιν τα 'ς μά του τα λάφα (Άκουσε τα λόγια της μάνας του) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. Σως το βραδύ να φτένουνι το σόνα το λάφι; (Ως το βράδυ θα έχουν την δική σου την κουβέντα) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Δώκαν λάφι, σεμάδεψάν τα (Έδωσαν λόγο, τους αρραβώνιασαν) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.