λάφι
(ουσ. ουδ.)
λάφι
[ˈlafi]
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. laf = α) λόγια β) φλυαρία γ) συνομιλία. Η λ. και Πόντ.
Κουβέντα, λόγος
ό.π.τ.
:
Ατό του Δεσπότη το λάφι τ͑οχάντσιν πολύ σην καλογρα̈́
(Αυτός ο λόγος του Δεσπότη πείραξε πολύ την καλόγρια)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Ιδ.
Ήκ'σιν τα 'ς μά του τα λάφα
(Άκουσε τα λόγια της μάνας του)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
Σως το βραδύ να φτένουνι το σόνα το λάφι;
(Ως το βράδυ θα έχουν την δική σου την κουβέντα)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Δώκαν λάφι, σεμάδεψάν τα
(Έδωσαν λόγο, τους αρραβώνιασαν)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.