ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λαπάς (ουσ. αρσ.) λαπ͑άς [laˈpʰas] Φάρασ. λα̈π͑α̈́ς [læˈpʰæs] Φάρασ. λαπά [laˈpa] Μαλακ., Μισθ. λέπε [ˈlepe] Τσουχούρ. Πληθ. λαπάδια [laˈpaðʝa] Μαλακ. Από το τουρκ. ουσ. lapa (< αρμεν. lap’ = τροφή βρεφών ή ζώων σε μορφή πολτού (Dankoff 1995: 53)), όπου και διαλεκτ. τύπ. lepe, απώτερα ηχομιμητ. (Νisanyan 2020, λ. lapa).
1. Νηστίσιμο πιλάφι, λαπάς ό.π.τ. : Τσουχ ’α φάου του πεθερού μου το λεπέ (Θα φάω του πεθερού μου τον λαπά) Τσουχούρ. -Dawk.
β. Γενικότερα, οποιοδήποτε παραβρασμένο φαγητό Μαλακ.
2. Κατάπλασμα Μισθ., Φάρασ. : Ήψαν νιστιά, έβρααν καβαλίνες με το λάι, ποίκαν το λαπά, έθεκαν μάνα μ’ κοιλιά απάνω (Άναψαν φωτιά, έβρασαν καβαλίνες με το λάδι, το έφτιαξαν κατάπλασμα το έβαλαν πάνω στην κοιλιά της μάνας μου) Μισθ. -Pernot.Gall.