λαντόνι
(ουσ. ουδ.)
λαdόνι
[laˈdoni]
Αραβ., Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. landon και lando (Redhouse) τα οπ. από το γαλλ. landau = παλαιότ., κλειστή άμαξα χωρητικότητας 4 ατόμων, με δύο άλογα.
Αμάξι
ό.π.τ.