λαμναίνω
(ρ.)
'αμναίνω
[aˈmneno]
Φάρασ., Φκόσ.
Από το ρ. λάμνω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -αίνω.
Τροποποιήθηκε: 30/04/2025