λάπαθο
(ουσ. ουδ.)
λάπατο
[ˈlapato]
Σινασσ.
λάπαdο
[ˈlapado]
Αξ.
λαπάγ'
[laˈpaʝ]
Αξ.
Από το μεταγν. ουσ. λάπαθον > μεσν. λάπατον. Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. alapata, alabada (Tzitzilis 1987α: 81). Ο τύπ. λαπάγ' από μεσν. λαπάθιον, υποκορ. του λάπαθον.