λαμνί
(ουσ. ουδ.)
λαμνί
[laˈmni]
Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ.
'αμνί
[aˈmni]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ουσ. λαμνίον, υποκορ. του λατιν. lamina = λάμα. Η σημ. 2 πιθ. παρετυμολ. προς το ρ. λάμνω.
1. Λεπίδα, λάμα χωρίς χερούλι
ό.π.τ.
2. Συνεκδοχ., μαχαίρι ή ξίφος
Μαλακ., Φάρασ.
:
Ντο φσ̑όκκο ζελμόντσε ντον ’αμνίν
(Το παιδί ξέχασε το μαχαίρι του)
Φάρασ.
-Dawk.
3. Ειδικότ., λεπίδα αρότρου