ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λαμνί (ουσ. ουδ.) λαμνί [laˈmni] Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ. 'αμνί [aˈmni] Φάρασ. Από το μεταγν. ουσ. λαμνίον, υποκορ. του λατιν. lamina = λάμα. Η σημ. 2 πιθ. παρετυμολ. προς το ρ. λάμνω.
1. Λεπίδα, λάμα χωρίς χερούλι ό.π.τ.
2. Συνεκδοχ., μαχαίρι ή ξίφος Μαλακ., Φάρασ. : Ντο φσ̑όκκο ζελμόντσε ντον ’αμνίν (Το παιδί ξέχασε το μαχαίρι του) Φάρασ. -Dawk.
3. Ειδικότ., λεπίδα αρότρου