λαλώ
(ρ.)
λαλώ
[laˈlo]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ., Φερτάκ., Φλογ.
λαλού
[laˈlu]
Ουλαγ., Σίλ.
Παρατατ.
λάισκα
[ˈlaiska]
Σίλ.
'αλίνκα
[aˈlinka]
Τσουχούρ.
λάλεινα
[ˈlalina]
Μισθ.
λάεινα
[ˈlaina]
Σίλ.
Αόρ.
λάλ'σα
[ˈlalsa]
Αραβαν., Ουλαγ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ.
λάλτσα
[ˈlaltsa]
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Τροχ., Τσαρικ.
Μτχ.
λαημένος
[laiˈmenos]
Σίλ.
Αρχ. ρ. λαλῶ. Οι τύπ. λάισκα, λάεινα κ.τ.ο με ανομοιωτ. αποβολή του δεύτερου [l].
1. Μιλώ
ό.π.τ.
:
Τι πολύ λαλεί!
(Πόσο πολύ μιλάει!)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Πολλά γλώσσας λαλώ, να τα ψάλλω άμα δεν ξεύρω
(Μιλάω πολλές γλώσσες, αλλά δεν ξέρω να τις διαβάζω)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Με το λαλείς
(Μην του μιλάς)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Λαλεί και κείται
(Μιλάει συνεχώς)
Φερτάκ.
-Αλεκτ.
Φάισα το με λαλεί ντεΐ
(Τον έδειρα για να μη μιλάει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Κανείνα ντε λάλεινε, νε σάλευε
(Σε κανέναν δεν μιλούσε, ούτε κουνιόταν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ως να πάς το σπίτ', ένα σ̑έ' με λαλείς· εκού άμ πάς, λάλ'
(Ώσπου να πας στο σπίτι, μη μιλάς καθόλου· άμα πας εκεί, μίλα)
Ουλαγ.
-Dawk.
Πολύ με λαλείς! ατούρα δα χαϊβανουλ̵ούχια, λέω, να α πουλήσεις αλλού
(Μη μιλάς πολύ! Αυτές τις βλακείες, λέω, να τις πουλήσεις αλλού)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ήρτα, μη λαλείς!
(Ήρθα, μη μιλάς!)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ280
Ντα νυφάις αν λάλειναν σου πεερό τ’νι γαρτσ̑ού, τρώισκαν ξύλου
(Οι νύφες αν μιλούσαν μπροστά στον πεθερό τους, έτρωγαν ξύλο)
Μισθ.
-Φατ.
|| Φρ.
Σίξε τα ζόντζ̑α σ' και μη λαλείς
(Σφίξε τα δόντια σου και μη μιλάς˙ Προτροπή για εγκαρτέρηση)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Παγαίν’ να λαλήσει πολίτικα χάν’ και τα Σινασίτικα
(Πάει να μιλήσει πολίτικα, χάνει και τα σινασίτικα˙ για όποιους προσπαθούν να μιλήσουν την κοινή νέα ελληνική και κάνουν λάθη)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Ασμ.
Κόρη μου, στον ύπνον με λαλείς. στην ξύπνα με συντζαίνεις;
μάνα, στην ξύπνα σε λαλώ, στην ξύπνα σε συντζαίνω. (Κόρη μου, στον ύπνο μου μιλάς. στον ξύπνιο μου συντυχαίνεις;
μάνα,στον ξύπνιο σου μιλώ, στον ξύπνιο σε συντυχαίνω.) Σινασσ. -Lag. Συνών. γκελετζεύω, λέγω, μιλέκνω, μιλώ
μάνα, στην ξύπνα σε λαλώ, στην ξύπνα σε συντζαίνω. (Κόρη μου, στον ύπνο μου μιλάς. στον ξύπνιο μου συντυχαίνεις;
μάνα,στον ξύπνιο σου μιλώ, στον ξύπνιο σε συντυχαίνω.) Σινασσ. -Lag. Συνών. γκελετζεύω, λέγω, μιλέκνω, μιλώ
β.
Λέω κάτι
Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ.
:
Να βγ̇ει στο μεϊντάν' το λάλτσεν το ψέμα
(Θα βγει στην φόρα το ψέμα που είπε
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
'γώ λαλώ έχου χάχ'
(Εγώ λέω ότι έχω δίκιο
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τέλειωσαν τα παράδια τ’, τον λάλησε
(Τέλειωσαν τα λεφτά του, του είπε
)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Τούτους αρτούπους ινgιάν ντου τσ̑αννό λαειννόνdζ̑ισκι μοιριολόγια
(Αυτός ο άνθρωπος, σαν τον τρελό, έλεγε μοιρολόγια
)
Σίλ.
-Dawk.
΄γώ λαλώ του να βρεσεί καλά, πάλ’ ’κείνους φτσ̑άνει γιαυτού του
(Εγώ του λέω να κάτσει καλά και πάλι εκείνος κάνει τα δικά του
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Το 'μό 'ναι ντεΐ με λαλείς
(Μη λες ότι «Είναι δικό μου»
)
Ουλαγ.
-Κεσ.
|| Ασμ.
Λάλει, λάλει ε πουλητή, και τ' είναι η τιμή της;
(Πες, πες ε πουλητή, ποια είναι η τιμή της;)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
γ.
Φωνάζω κάποιον
Σινασσ., Φλογ.
:
Λάλ' τον ας έρτει
(Φώναξέ τον να έρθει
)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Ασμ.
ελάλησεν, ελάλησεν, κανείς δεν τον λαλούσεν.
(Φώναξε, φώναξε, κανείς δεν του απαντούσε)
Σινασσ.
-Lag.
δ.
Αποκαλώ, φωνάζω
Σίλ.
:
Τσ̑ο σ' λαλούσι;
(Πώς σε φωνάζουν;
)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
ε.
Η μτχ. λαλημένος -η = αρραβωνιαστικός -ια
Σίλ.
:
Πααίν' του λαημένου τζης σ̑έρι να τα φιλήσει
(Πηγαίνει να φιλήσει το χέρι του αρραβωνιαστικού της
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Λαημένος τσης καλός είνι;
(O αρραβωνιαστικός της είναι καλός;
)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Κι αν νάρτεις, ένι χαζίρισσα λαημένη σου
(Αν έρθεις, είναι έτοιμη η αρραβωνιαστικιά σου
)
Σίλ.
-Συλλ.
2. Επιπλήττω
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φερτάκ.
:
Δε του λαλείς;
(Δεν του λες κάτι, δεν τον επιπλήττεις;)
Μαλακ.
Λύκο τρώει τα· αλλά το μπιστικό με το λαλείτε
(Τα τρώει ο λύκος· μην κατηγορείτε πια τον βοσκό)
Αξ.
-Dawk.
Να 'ου πιάσεις απ' του γιακά, λέ', να 'ου λαλήεις ήδουν, λέ', μπορούσις
(Να τον πιάσεις απ' το γιακά, λέει, να του φωνάξεις, λέει, μπορούσες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Λάλτσιν του λάλτσ̑α δου τσ̑ι ογώ, ό,τι κρεὐ' ας γράψ'
(Τον μάλωσε, τον μάλωσα κι εγώ, ό,τι θέλει ας γράψει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
αζαρλαντίζω, μιλέκνω, νταριλντίζω
β.
Ματιάζω
Δίλ.
:
Λαλούν το το φσ̑άχ’
(Ματιάζουν το παιδί
)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
γ.
Πειράζω, βλάπτω
Φλογ.
:
Τα φίδια χίτσ̑ικα δεν το λάλ'σαν
(Τα φίδια δεν τον πείραξαν καθόλου
)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
3. Για λαλιά ζώων
Τσουχούρ., Φάρασ.
:
΄αλίνκαν τα λαχτόρα
(Λαλούσαν τα κοκόρια)
Τσουχούρ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
|| Παροιμ.
Το στσ̑υλί τσ̑άπου τρώ’ ’αλεί
(Το σκυλί εκεί που τρώει γαβγίζει˙ Κάποιος προσφέρει βοήθεια σε όποιον τον φροντίζει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
4. Για τον άνεμο, φυσάω
Αξ., Μισθ., Σινασσ., Τροχ.
:
Πότε λάλτσεν κιργιός, ετά το χινέρ' κουνdάτ' το
(Μια και φύσηξε άνεμος, αυτό το σωρό λιχνίστε τον)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Λάλει, βοριά μ'
(Φύσα βοριά μου)
Αξ.
-Μαυροχ.
Λαλεί λίβα
(Φυσάει λίβας)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
|| Ασμ.
Λάλησε νότος 'σ' τη βορεά, πνίγανε τα πουλιά μου
(Φύσηξε νοτιάς απ' τον βοριά, πνίγηκαν τα πουλιά μου)
Σινασσ.
-Lag.
Συνών.
φυσώ
5. Μεσοπαθ., διαλαλούμαι, κυκλοφορώ ως είδηση
Σινασσ.
:
Στην πόστα λαλήθην το χαρτιό σ'
(Στο ταχυδρομείο μαθεύτηκε, συζητήθηκε το γράμμα σου)
Σινασσ.
-Λεύκωμα