ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λαλώ (ρ.) λαλώ [laˈlo] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ., Φερτάκ., Φλογ. λαλού [laˈlu] Ουλαγ., Σίλ. Παρατατ. λάισκα [ˈlaiska] Σίλ. 'αλίνκα [aˈlinka] Τσουχούρ. λάλεινα [ˈlalina] Μισθ. λάεινα [ˈlaina] Σίλ. Αόρ. λάλ'σα [ˈlalsa] Αραβαν., Ουλαγ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ. λάλτσα [ˈlaltsa] Αξ., Μαλακ., Μισθ., Τροχ., Τσαρικ. Μτχ. λαημένος [laiˈmenos] Σίλ. Αρχ. ρ. λαλῶ. Οι τύπ. λάισκα, λάεινα κ.τ.ο με ανομοιωτ. αποβολή του δεύτερου [l].
1. Μιλώ ό.π.τ. : Τι πολύ λαλεί! (Πόσο πολύ μιλάει!) Σινασσ. -Αρχέλ. Πολλά γλώσσας λαλώ, να τα ψάλλω άμα δεν ξεύρω (Μιλάω πολλές γλώσσες, αλλά δεν ξέρω να τις διαβάζω) Γούρδ. -Καράμπ. Με το λαλείς (Μην του μιλάς) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Λαλεί και κείται (Μιλάει συνεχώς) Φερτάκ. -Αλεκτ. Φάισα το με λαλεί ντεΐ (Τον έδειρα για να μη μιλάει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Κανείνα ντε λάλεινε, νε σάλευε (Σε κανέναν δεν μιλούσε, ούτε κουνιόταν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ως να πάς το σπίτ', ένα σ̑έ' με λαλείς· εκού άμ πάς, λάλ' (Ώσπου να πας στο σπίτι, μη μιλάς καθόλου· άμα πας εκεί, μίλα) Ουλαγ. -Dawk. Πολύ με λαλείς! ατούρα δα χαϊβανουλ̵ούχια, λέω, να α πουλήσεις αλλού (Μη μιλάς πολύ! Αυτές τις βλακείες, λέω, να τις πουλήσεις αλλού) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ήρτα, μη λαλείς! (Ήρθα, μη μιλάς!) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ280 Ντα νυφάις αν λάλειναν σου πεερό τ’νι γαρτσ̑ού, τρώισκαν ξύλου (Οι νύφες αν μιλούσαν μπροστά στον πεθερό τους, έτρωγαν ξύλο) Μισθ. -Φατ. || Φρ. Σίξε τα ζόντζ̑α σ' και μη λαλείς (Σφίξε τα δόντια σου και μη μιλάς˙ Προτροπή για εγκαρτέρηση) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Παγαίν’ να λαλήσει πολίτικα χάν’ και τα Σινασίτικα (Πάει να μιλήσει πολίτικα, χάνει και τα σινασίτικα˙ για όποιους προσπαθούν να μιλήσουν την κοινή νέα ελληνική και κάνουν λάθη) Σινασσ. -Αρχέλ. || Ασμ. Κόρη μου, στον ύπνον με λαλείς. στην ξύπνα με συντζαίνεις;
μάνα, στην ξύπνα σε λαλώ, στην ξύπνα σε συντζαίνω.
(Κόρη μου, στον ύπνο μου μιλάς. στον ξύπνιο μου συντυχαίνεις;
μάνα,στον ξύπνιο σου μιλώ, στον ξύπνιο σε συντυχαίνω.)
Σινασσ. -Lag.
Συνών. γκελετζεύω, λέγω, μιλέκνω, μιλώ
β. Λέω κάτι Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ. : Να βγ̇ει στο μεϊντάν' το λάλτσεν το ψέμα (Θα βγει στην φόρα το ψέμα που είπε ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. 'γώ λαλώ έχου χάχ' (Εγώ λέω ότι έχω δίκιο ) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τέλειωσαν τα παράδια τ’, τον λάλησε (Τέλειωσαν τα λεφτά του, του είπε ) Σινασσ. -Αρχέλ. Τούτους αρτούπους ινgιάν ντου τσ̑αννό λαειννόνdζ̑ισκι μοιριολόγια (Αυτός ο άνθρωπος, σαν τον τρελό, έλεγε μοιρολόγια ) Σίλ. -Dawk. ΄γώ λαλώ του να βρεσεί καλά, πάλ’ ’κείνους φτσ̑άνει γιαυτού του (Εγώ του λέω να κάτσει καλά και πάλι εκείνος κάνει τα δικά του ) Σίλ. -Κωστ.Σ. Το 'μό 'ναι ντεΐ με λαλείς (Μη λες ότι «Είναι δικό μου» ) Ουλαγ. -Κεσ. || Ασμ. Λάλει, λάλει ε πουλητή, και τ' είναι η τιμή της; (Πες, πες ε πουλητή, ποια είναι η τιμή της;) Σινασσ. -Αρχέλ.
γ. Φωνάζω κάποιον Σινασσ., Φλογ. : Λάλ' τον ας έρτει (Φώναξέ τον να έρθει ) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Ασμ. ελάλησεν, ελάλησεν, κανείς δεν τον λαλούσεν. (Φώναξε, φώναξε, κανείς δεν του απαντούσε) Σινασσ. -Lag.
δ. Αποκαλώ, φωνάζω Σίλ. : Τσ̑ο σ' λαλούσι; (Πώς σε φωνάζουν; ) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
ε. Η μτχ. λαλημένος -η = αρραβωνιαστικός -ια Σίλ. : Πααίν' του λαημένου τζης σ̑έρι να τα φιλήσει (Πηγαίνει να φιλήσει το χέρι του αρραβωνιαστικού της ) Σίλ. -Κωστ.Σ. Λαημένος τσης καλός είνι; (O αρραβωνιαστικός της είναι καλός; ) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Κι αν νάρτεις, ένι χαζίρισσα λαημένη σου (Αν έρθεις, είναι έτοιμη η αρραβωνιαστικιά σου ) Σίλ. -Συλλ.
2. Επιπλήττω Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φερτάκ. : Δε του λαλείς; (Δεν του λες κάτι, δεν τον επιπλήττεις;) Μαλακ. Λύκο τρώει τα· αλλά το μπιστικό με το λαλείτε (Τα τρώει ο λύκος· μην κατηγορείτε πια τον βοσκό) Αξ. -Dawk. Να 'ου πιάσεις απ' του γιακά, λέ', να 'ου λαλήεις ήδουν, λέ', μπορούσις (Να τον πιάσεις απ' το γιακά, λέει, να του φωνάξεις, λέει, μπορούσες) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Λάλτσιν του λάλτσ̑α δου τσ̑ι ογώ, ό,τι κρεὐ' ας γράψ' (Τον μάλωσε, τον μάλωσα κι εγώ, ό,τι θέλει ας γράψει) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. αζαρλαντίζω, μιλέκνω, νταριλντίζω
β. Ματιάζω Δίλ. : Λαλούν το το φσ̑άχ’ (Ματιάζουν το παιδί ) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887
γ. Πειράζω, βλάπτω Φλογ. : Τα φίδια χίτσ̑ικα δεν το λάλ'σαν (Τα φίδια δεν τον πείραξαν καθόλου ) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811
3. Για λαλιά ζώων Τσουχούρ., Φάρασ. : ΄αλίνκαν τα λαχτόρα (Λαλούσαν τα κοκόρια) Τσουχούρ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β || Παροιμ. Το στσ̑υλί τσ̑άπου τρώ’ ’αλεί (Το σκυλί εκεί που τρώει γαβγίζει˙ Κάποιος προσφέρει βοήθεια σε όποιον τον φροντίζει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
4. Για τον άνεμο, φυσάω Αξ., Μισθ., Σινασσ., Τροχ. : Πότε λάλτσεν κιργιός, ετά το χινέρ' κουνdάτ' το (Μια και φύσηξε άνεμος, αυτό το σωρό λιχνίστε τον) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Λάλει, βοριά μ' (Φύσα βοριά μου) Αξ. -Μαυροχ. Λαλεί λίβα (Φυσάει λίβας) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 || Ασμ. Λάλησε νότος 'σ' τη βορεά, πνίγανε τα πουλιά μου (Φύσηξε νοτιάς απ' τον βοριά, πνίγηκαν τα πουλιά μου) Σινασσ. -Lag. Συνών. φυσώ
5. Μεσοπαθ., διαλαλούμαι, κυκλοφορώ ως είδηση Σινασσ. : Στην πόστα λαλήθην το χαρτιό σ' (Στο ταχυδρομείο μαθεύτηκε, συζητήθηκε το γράμμα σου) Σινασσ. -Λεύκωμα