ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λάλημα (ουσ. ουδ.) λάλημα [ˈlalima] Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Φάρασ. λάλεμα [ˈlalema] Αξ., Αραβαν., Σινασσ. Γεν. λαλεμάτ' [laleˈmat] Αξ. Πληθ. λαλέματα [laleˈmata] Σινασσ. Αρχ. ουσ. λάλημα.
1. Λόγος, ομιλία ό.π.τ. : Ντο λάλημά τ' 'τον εξίκ' 'ντερέ (Τα λόγια του ήταν λειψά, δηλ. περιττά αυτή την στιγμή) Ουλαγ. -Κεσ. Ασ' τα ψελά ακούστην 'ς ευτύς ένα γλυκύ λάλεμα σαν τραγούδι (Από τα ψηλά ακούστηκε αμέσως μιά γλυκιά λαλιά σαν τραγούδι) Σινασσ. -Αρχέλ. Τα λαλέματα όσον παγαίνισκαν, ήρχοντο εκεί κοντά τ' (Οι ομιλίες όσο πήγαινε πλησίαζαν εκεί κοντά) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. γκελέτζεμα :1, γκελετζί :1, είπεμα, λακιρντί, λάφι, λέγημα, συντυχιά
β. Λάλημα πετεινού Φάρασ. : Του λαχτορού το λάλημα ήκ'σαν τα οι χωρώτοι, ήρταν (Το λάλημα του πετεινού το άκουσαν οι χωρικοί και ήρθαν ) Φάρασ. -Παπαδ.
2. Αρραβώνιασμα Σίλ. Συνών. ιλισίκ, νισάνι :2, σημάδεμα :2
3. Μάτιασμα Δίλ., Μαλακ. : Του ντεβεδιού τα μαλλιά καλά ήταν σο λάλημα (Οι τρίχες της καμήλας ήταν καλές στο μάτιασμα) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Συνών. λάχημα, μάτι :2, μάτιασμα, ναζάρι, φτάλμι :2