λάλημα
(ουσ. ουδ.)
λάλημα
[ˈlalima]
Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Φάρασ.
λάλεμα
[ˈlalema]
Αξ., Αραβαν., Σινασσ.
Γεν.
λαλεμάτ'
[laleˈmat]
Αξ.
Πληθ.
λαλέματα
[laleˈmata]
Σινασσ.
Αρχ. ουσ. λάλημα.
1. Λόγος, ομιλία
ό.π.τ.
:
Ντο λάλημά τ' 'τον εξίκ' 'ντερέ
(Τα λόγια του ήταν λειψά, δηλ. περιττά αυτή την στιγμή)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ασ' τα ψελά ακούστην 'ς ευτύς ένα γλυκύ λάλεμα σαν τραγούδι
(Από τα ψηλά ακούστηκε αμέσως μιά γλυκιά λαλιά σαν τραγούδι)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Τα λαλέματα όσον παγαίνισκαν, ήρχοντο εκεί κοντά τ'
(Οι ομιλίες όσο πήγαινε πλησίαζαν εκεί κοντά)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
γκελέτζεμα :1, γκελετζί :1, είπεμα, λακιρντί, λάφι, λέγημα, συντυχιά
β.
Λάλημα πετεινού
Φάρασ.
:
Του λαχτορού το λάλημα ήκ'σαν τα οι χωρώτοι, ήρταν
(Το λάλημα του πετεινού το άκουσαν οι χωρικοί και ήρθαν
)
Φάρασ.
-Παπαδ.
3. Μάτιασμα
Δίλ., Μαλακ.
:
Του ντεβεδιού τα μαλλιά καλά ήταν σο λάλημα
(Οι τρίχες της καμήλας ήταν καλές στο μάτιασμα)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Συνών.
λάχημα, μάτι :2, μάτιασμα, ναζάρι, φτάλμι :2