ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σημάδεμα (ουσ. ουδ.) σημάδευμα [siˈmaðevma] Σινασσ. σεμάδευμα [seˈmaðevma] Σίλατ. σεμάδεμα [seˈmaðema] Ανακ., Φκόσ., Φλογ. σεμάγεμα [seˈmaʝema] Αξ. σεμάιμα [seˈmaima] Τροχ. σεμάντεμα [seˈmadema] Αραβαν. σεμάισμα [seˈmaizma] Τσαρικ. Από το μεσν. ουσ. σημάδεμα, το οπ. από το ρ. σημαδεύω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Χάραξη αναγνωριστικού σημαδιού Φκόσ.
2. Αρραβώνας ό.π.τ. : || Φρ. Με το ζόρ' σεμάdεμα νίσκεται μ'; (Με το ζόρι αρραβώνας γίνεται;˙ Για καταστάσεις όπου απαιτείται συναίνεση) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. ιλισίκ