σημάδεμα
(ουσ. ουδ.)
σημάδευμα
[siˈmaðevma]
Σινασσ.
σεμάδευμα
[seˈmaðevma]
Σίλατ.
σεμάδεμα
[seˈmaðema]
Ανακ., Φκόσ., Φλογ.
σεμάγεμα
[seˈmaʝema]
Αξ.
σεμάιμα
[seˈmaima]
Τροχ.
σεμάντεμα
[seˈmadema]
Αραβαν.
σεμάισμα
[seˈmaizma]
Τσαρικ.
Από το μεσν. ουσ. σημάδεμα, το οπ. από το ρ. σημαδεύω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Χάραξη αναγνωριστικού σημαδιού
Φκόσ.
2. Αρραβώνας
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Με το ζόρ' σεμάdεμα νίσκεται μ';
(Με το ζόρι αρραβώνας γίνεται;˙ Για καταστάσεις όπου απαιτείται συναίνεση)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
ιλισίκ