σεχιρλής
(ουσ. αρσ.)
σεχιρλής
[seçirˈlis]
Σινασσ.
σ̑εχερλούς
[ʃeçerˈlus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. şehirli = κάτοικος της πόλης. Ο τύπ. σ̑εχερλούς με επίδρ. του τύπ. σ̑εχέρι.
Ο κάτοικος της πόλης
ό.π.τ.
Συνών.
σεχεριώτης