σήμερα
(επίρρ.)
σ̑ήμερα
[ˈʃimera]
Ανακ., Αξ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Τελμ.
σ̑ήμbερα
[ˈʃimbera]
Τελμ.
σ̑ήμερις
[ˈʃimeris]
Ανακ.
σ̑ήμερι
[ˈʃimeri]
Σίλ.
σ̑ήμιρι
[ˈʃimiri]
Σίλ.
σήμερ'
[ˈsimer]
Γούρδ., Ουλαγ., Τσαρικ.
σ̑ήμερ'
[ˈʃimer]
Αξ., Αραβαν., Σίλ.
σήμερο
[ˈsimero]
Κίσκ., Φάρασ.
σ̑ήμερo
[ˈʃimero]
Σίλ., Φλογ.
σήμουρου
[ˈsimuru]
Φάρασ.
Από το αρχ. επίρρ. σήμερον με το επιρρ. επίθμ. -α.
1. Σήμερα
ό.π.τ.
:
Ογώ σήμερ' γ-ήβρα ένα καλό σέι
(Εγώ σήμερα βρήκα ένα καλό πράγμα)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Σήμερ' σκέει πολύ κυριός
(Σήμερα κάνει πολύ κρύο)
Ουλαγ.
-Κεσ.
σ̑ήμερ' πονεί μέσ̑η μ'
(Σήμερα με πονάει η μέση μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σ̑ήμερα μή έρτεις στο σπίτ'
(Σήμερα δε θα έρθειςστο σπίτι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Στα μέρες τι έν' σ̑ήμερ';
(Τι μέρα έχουμε σήμερα;)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σήμουρου τζ̑ο πορώ ντα φάγω, η τζ̑οιλία μου τζ̑ο χωρεί τα
(Σήμερα δεν μπορώ να φάω, η κοιλιά μου δεν τα χωράει)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Τι γατούχ' έχεις σ̑ήμερα;
(Τι φαγητό έχεις σήμερα;)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τίς γένντσεν σήμερο;
(Ποιος γέννησε σήμερα;)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Φρ.
Τ' άλλο σήμερα
(Το άλλο σήμερα˙ Σε μία βδομάδα από τώρα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
2. Tώρα
Φάρασ.