σιβρί
(επίθ.)
σιβρί
[siˈvri]
Αξ., Μισθ.
Από το τουρκ. επίθ. sivri = α) μυτερός β) ψιλόλιγνος.
Μυτερός
Συνών.
ξυμυτός :1