σιγούτσικανας
(επίρρ.)
σιγούτσ'κανας
[siˈɣutsikanas]
Σίλ.
Από το επίρρ. σιγούτσικα, το παραγωγ. επίθμ. σχηματιστικού επιθέτων -νος / επιρρημάτων -να και τελικό -ς αναλογ. κατά άλλα επιρρ. (π.χ. τότε-τότες). Για τον σχηματ. πβ. ύστερα-υστεριανάς.
Σιγανά