ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιγούτσικανας (επίρρ.) σιγούτσ'κανας [siˈɣutsikanas] Σίλ. Από το επίρρ. σιγούτσικα, το παραγωγ. επίθμ. σχηματιστικού επιθέτων -νος / επιρρημάτων -να και τελικό αναλογ. κατά άλλα επιρρ. (π.χ. τότε-τότες). Για τον σχηματ. πβ. ύστερα-υστεριανάς.
Σιγανά