ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιζγκού (ουσ. ουδ.) σιζγκού [sιzˈgu] Ανακ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. süzgü = είδος διάτρητου πιάτου, είδος κόσκινου από κασσίτερο (THADS, λ. süzgü).
Στραγγιστήρι, αραιοϋφασμένη σακκούλα για το στράγγισμα του μελιού
Τροποποιήθηκε: 24/02/2025