σιζγκού
(ουσ. ουδ.)
σιζγκού
[sιzˈgu]
Ανακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. süzgü = είδος διάτρητου πιάτου, είδος κόσκινου από κασσίτερο (THADS, λ. süzgü).
Στραγγιστήρι, αραιοϋφασμένη σακκούλα για το στράγγισμα του μελιού