σιδερικό
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
σιδερικά
[siðeriˈka]
Αφσάρ.
σ̑ίγερ’κά
[ʃiʝerˈka]
Αξ.
Από το μεσν. ουσ. σιδερικό (πβ. σιδερικά Act. Lavr. I 34,16), το οπ. από μεσν. επίθ. σιδηρικός.
Σιδερικά, σύνολο σιδερένιων αντικειμένων
ό.π.τ.