σιγκτιέσιμο
(ουσ. ουδ.)
σιγκτιέσιμα
[siŋgtiˈesima]
Φάρασ.
σιγτιέσιμα
[siɣtiˈesima]
Φάρασ.
Από το αορ. θ. του ρ. σιγκτιέω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο, όπου και τύπ. -σιμα.
Χώνεψη, πέψη