ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιγκτιέσιμο (ουσ. ουδ.) σιγκτιέσιμα [siŋgtiˈesima] Φάρασ. σιγτιέσιμα [siɣtiˈesima] Φάρασ. Από το αορ. θ. του ρ. σιγκτιέω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο, όπου και τύπ. -σιμα.
Χώνεψη, πέψη
Τροποποιήθηκε: 25/10/2024