ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιγαντίζω (ρ.) σι̂γαdίζω [sɯɣaˈdizo] Μαλακ., Σινασσ. Αόρ. σι̂γάντ'σα [sɯˈɣantsa] Μαλακ. σογάντ'σα [soˈɣantsa] Μισθ. σο̈γάνσα [søˈɣansa] Φλογ. Παθ. σιγατι-έμι [siɣatiˈemi] Φάρασ. Μτχ. σιγαdισμένος [siɣadiˈzmenos] Σινασσ. σιγατώ [siɣaʹto] Φλογ. Από το τουρκ. ρ. sığamak = α) ανασκουμπώνομαι, σηκώνω μανίκια β) κάνω εντριβή.
Ανασκουμπώνομαι, σηκώνω τα μανίκια ό.π.τ. : Αναστασία κατεβαίν', σιγατά τα βραχένια τ', μαίνει σο ζ̑υμάρ' μέσα (Η Αναστασία κατεβαίνει, σηκώνει τα μανίκια της, βάζει τα χέρια μέσα στο ζυμάρι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Σο̈γάνσεν να κουβαλέσ̑' κι ετό κ͑αϊέρια (Ανασκουμπώθηκε για να κουβαλήσει κι αυτός πέτρες) Φλογ. -Dawk. Φόρεσε, σογάντ'σι κρυφά το βράδυ, απ' πα̈́ντζαρε έφ'χιν (Ντύθηκε, ανασκουμπώθηκε κρυφά το βράδυ, έφυγε από το παράθυρο) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. ανακουμπώνομαι