ανακουμπώνομαι
(ρ.)
'νεκουμbώνομαι
[nekumˈbonome]
Φάρασ.
ανακουμbώθα
[anakumˈboθa]
Σίλατ.
Από το μεσν. ρ. ἀνακομπώνω με στένωση του [ο] > [u] λόγω του χειλ. [mb], το οπ. από μεταγν. ρ. ἀνακομβόω-ῶ.
Aνασκουμπώνομαι, ανασηκώνω τα μανίκια ή γενικότερα τα ρούχα μου
ό.π.τ.
:
'νεκομbούμεστε μη φουσκώσουμε 'σ' το νερό
(Ανασκουμπωνόμαστε για να μη βραχούμε από το νερό)
Φάρασ.
-Ανδρ.
|| Ασμ.
Έπεσε τo δακτυλίδι μου, το πρώτο μ' αρραβώνα
Κι οπ' καταβεί και βγάλει το, το να τό 'χουμ' τάμα
Ανακουμbώθη αψούτζικα, καμάρωσε και ζώσθη ((Έπεσε το δαχτυλίδι μου, η πρώτη μου βέρα
Κι όποιος κατέβει και το βγάλει, να το έχουμε μαζί
Ανασκουμπώθηκε γρήγορα, καμάρωσε και ζώστηκε)) Σίλατ. -Φαρασόπ. Συνών. σιγαντίζω
Κι οπ' καταβεί και βγάλει το, το να τό 'χουμ' τάμα
Ανακουμbώθη αψούτζικα, καμάρωσε και ζώσθη ((Έπεσε το δαχτυλίδι μου, η πρώτη μου βέρα
Κι όποιος κατέβει και το βγάλει, να το έχουμε μαζί
Ανασκουμπώθηκε γρήγορα, καμάρωσε και ζώστηκε)) Σίλατ. -Φαρασόπ. Συνών. σιγαντίζω