ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ανακουμπώνομαι (ρ.) 'νεκουμbώνομαι [nekumˈbonome] Φάρασ. ανακουμbώθα [anakumˈboθa] Σίλατ. Από το μεσν. ρ. ἀνακομπώνω με στένωση του [ο] > [u] λόγω του χειλ. [mb], το οπ. από μεταγν. ρ. ἀνακομβόω-ῶ.
Aνασκουμπώνομαι, ανασηκώνω τα μανίκια ή γενικότερα τα ρούχα μου ό.π.τ. : 'νεκομbούμεστε μη φουσκώσουμε 'σ' το νερό (Ανασκουμπωνόμαστε για να μη βραχούμε από το νερό) Φάρασ. -Ανδρ. || Ασμ. Έπεσε τo δακτυλίδι μου, το πρώτο μ' αρραβώνα
Κι οπ' καταβεί και βγάλει το, το να τό 'χουμ' τάμα
Ανακουμbώθη αψούτζικα, καμάρωσε και ζώσθη
((Έπεσε το δαχτυλίδι μου, η πρώτη μου βέρα
Κι όποιος κατέβει και το βγάλει, να το έχουμε μαζί
Ανασκουμπώθηκε γρήγορα, καμάρωσε και ζώστηκε))
Σίλατ. -Φαρασόπ.
Συνών. σιγαντίζω