αναδότης
(ουσ.)
αναδότ'
[anaˈðot]
Ανακ., Μαλακ., Φλογ.
αναντότ'
[anaˈdot]
Δίλ., Μισθ.
αναγιότ'
[anaˈʝot]
Αξ.
αναdούτ'
[anaˈdut]
Ανακ.
ανατούτι
[anaˈtuti]
Φάρασ.
ανατούρ'
[anaˈtur]
Αραβ.
Από το αμάρτ. ουσ. αναδότης (πβ. τον τύπ. αναδότ'ς = είδος δικρανιού Α.Ρουμελ.) από το αναδο- (θ. αορ. του αρχ. ρ. ἀναδίδωμι = δίνω κάτι προς τα πάνω, κρατώ κάτι ψηλά και το δίνω) και το παραγωγ. επίθμ. -της. Όλοι οι τύπ. πιθ. αντιδάν. από τουρκ. anadot, anadut, anatut. Για την ετυμολόγηση των τουρκ. διαλεκτ. τύπ. από την ελλ. λ. βλ. Tietze (1955: 210).