ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ανακατώνω (ρ.) ανακατώνω [anakaˈtono] Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ. Από το μεσν. ρ. ἀνακατώνω, το οπ. από το επίρρ. ἄνω κάτω και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω.
Ανακατεύω ό.π.τ. : || Παροιμ. Όσο ανακατώνεις την πόρεψη βρωμά (Όσο ανακατώνεις τον απόπατο βρωμά˙ όταν εμπλέκεται κανείς σε βρώμικες υποθέσεις ανακαλύπτονται όλο και χειρότερα σκάνδαλα) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. αναταράζω, αχταρντίζω, καριστιρντίζω, κλωθαρίζω, κλουφατουρντίζω