ανακατώνω
(ρ.)
ανακατώνω
[anakaˈtono]
Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ.
Από το μεσν. ρ. ἀνακατώνω, το οπ. από το επίρρ. ἄνω κάτω και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω.
Ανακατεύω
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Όσο ανακατώνεις την πόρεψη βρωμά
(Όσο ανακατώνεις τον απόπατο βρωμά˙ όταν εμπλέκεται κανείς σε βρώμικες υποθέσεις ανακαλύπτονται όλο και χειρότερα σκάνδαλα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
αναταράζω, αχταρντίζω, καριστιρντίζω, κλωθαρίζω, κλουφατουρντίζω