ανακούπα
(επίρρ.)
ανακούπ-πα
[anaˈkuppa]
Αξ.
Από το πρόθμ. ανα- και το επίρρ. κούπα. Πβ. μεσν. ἀπόκουπα.
Τροποποιήθηκε: 06/09/2024