ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ανανούς (ουσ. αρσ.) ανανούς [anaˈnus] Σινασσ. Νεότ. ουσ. ἀνανοῦς, το οπ. από το πρόθμ. ἀνα- και το ουσ. νοῦς, αναλογ. κατά το ρ. ἀνανοῶ. Η λ. και Κύπρ., Λιβύσσ. Ρόδ. κ.α. (ΙΛΝΕ, λ. ἀνανοῦς).
Η βαθιά σκέψη, μόνο σε συνεκφ. με το ουσ. νους : || Φρ. Νου έχ' κι ανανού δεν έχ' (Νου έχει και ανανού δεν έχει˙ του λείπει η κριτική σκέψη, η κοινή λογική) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. ντυσυνγκέ