ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ανασανιά (ουσ. θηλ.) ανασονά [anasoˈna] Αξ. ανασουνά [anasuˈna] Μισθ. Από το ρ. ανασαίνω και το παραγωγ. επίθμ. -ιά, βλ. ΙΛΝΕ λ. ἀνασαμιά.
Ανάσα, αναπνοή ό.π.τ. : Έκατσιν τσ̑αλουϊού ντου σκιάφους να πάρ 'να ανασουνά (Κάθισε στην σκιά του δέντρου να πάρει μιά ανάσα) Μισθ. -Κοτσαν. || Φρ. Παίρου ανασουνά (Παίρνω ανάσα˙ αναπνέω) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. ανασασμός :1, σολούχι