ανασανιά
(ουσ. θηλ.)
ανασονά
[anasoˈna]
Αξ.
ανασουνά
[anasuˈna]
Μισθ.
Από το ρ. ανασαίνω και το παραγωγ. επίθμ. -ιά, βλ. ΙΛΝΕ λ. ἀνασαμιά.
Ανάσα, αναπνοή
ό.π.τ.
:
Έκατσιν τσ̑αλουϊού ντου σκιάφους να πάρ 'να ανασουνά
(Κάθισε στην σκιά του δέντρου να πάρει μιά ανάσα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Παίρου ανασουνά
(Παίρνω ανάσα˙ αναπνέω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
ανασασμός :1, σολούχι