ανασηκώνω
(ρ.)
ανασηκώνω
[anasiˈkono]
Σινασσ.
ανασ̑ηκώνω
[anaʃiˈkono]
Ανακ., Μαλακ.
ανασ'κώνω
[anaˈskono]
Αραβαν.
Αόρ.
ανασήκουσα
[anaˈsikusa]
Μαλακ.
Μεσν. ρ. ἀνασηκώνω.
2. Διεγείρω, ξεσηκώνω, παρασέρνω
Ανακ., Μαλακ.
Συνών.
κουρντίζω :4, πανασηκώνω :2, Αντίθ
ημερεύω, ημερώνω :1, ηρεμίζω, ραχατλαντουρντώ