ανασόνι
(ουσ. ουδ.)
ανασόνι
[anaˈsoni]
Γούρδ., Ποτάμ., Σινασσ., Φάρασ.
ανασόν'
[anaˈson]
Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ.
Νεότ. ουσ. ἀνασόνι (Μηνάς 2012: 211), αντιδάν. μέσω του τουρκ. oυσ. anason = γλυκάνισος, το οπ. από το αρχ. ουδ. ουσ. ἄννησον (και γρ. ἄνισον).
Γλυκάνισος
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Στη Σινασό ένα δεντρί που βγάζει τ' ανασόνι
Πολλές κοπέλες φίλησα καμιά δεν είπε σώνει (Στη Σινασό είναι ένα δέντρο που βγάζει γλυκάνισο
Φίλησα πολλές κοπέλες και καμία δεν είπε φτάνει) Σινασσ. -Τακαδόπ. Σα Θαραπειά έν’ να δεντρί που φέρνει τ’ ανασόνι,
Τούρκοι, Ρωμιοί το μαρτυρούν που είσαι δικό μου ταίρι ((Στα Θεραπειά είναι ένα δεντρί που βγάζει γλυκάνισο,
Τούρκοι, Ρωμιοί το μαρτυρούν ότι είσαι δικό μου ταίρι)) Ποτάμ. -ΚΜΣ-CD Πβ. ανασονιάζω
Πολλές κοπέλες φίλησα καμιά δεν είπε σώνει (Στη Σινασό είναι ένα δέντρο που βγάζει γλυκάνισο
Φίλησα πολλές κοπέλες και καμία δεν είπε φτάνει) Σινασσ. -Τακαδόπ. Σα Θαραπειά έν’ να δεντρί που φέρνει τ’ ανασόνι,
Τούρκοι, Ρωμιοί το μαρτυρούν που είσαι δικό μου ταίρι ((Στα Θεραπειά είναι ένα δεντρί που βγάζει γλυκάνισο,
Τούρκοι, Ρωμιοί το μαρτυρούν ότι είσαι δικό μου ταίρι)) Ποτάμ. -ΚΜΣ-CD Πβ. ανασονιάζω