ανασκυβαλίζω
(ρ.)
'νατσουβαλίζω
[natsuvaˈlizo]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ρ. ἀνασκυβαλίζω = λερώνω (DGE). Η λ. και Πόντ.
Κοσκινίζω το ήδη κοσκινισμένο αλεύρι με πιο λεπτό κόσκινο
Πβ.
ελεκλετίζω, καθαροκοσκινίζω