ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ανασασμός (ουσ. αρσ.) ανασασμός [anasaˈzmos] Σινασσ. Μεσν. ουσ. ἀνασασμός = α) αναπνοή β) ανακούφιση (Λεξ. Κριαρ.).
1. Αναπνοή Συνών. ανασανιά, σολούχι
2. Αναστεναγμός : || Ασμ. Μάνα, ζύμω, μάνα, κόλλα, μάνα, ψήσε μας παξιμάδια!
Με δάκρυα τα ζύμωσε, μ' ανασασμό τα κόλλ'σεν
((Μάνα, ζύμωσε, μάνα φούρνισε, μάνα ψήσε μας παξιμάδια!
Με δάκρυα τα ζύμωσε, με αναστεναγμό τα φούρνισε))
Σινασσ. -Αρχέλ.
Συνών. αναστέναγμα, οφλάντημα