ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σολούχι (ουσ. ουδ.) σολούκ [sοˈluk] Ουλαγ. σολούχ' [sοˈlux] Ανακ., Αραβαν., Μισθ., Σίλ., Φλογ. σολού [soʹlu] Σίλ. σουλούχ' [suˈlux] Φλογ. σουλούχ̇ι [su'luxi] Φάρασ. σολούχ̇ι [sοˈluxi] Φάρασ. σολούχου [sοˈluxu] Αραβαν., Τσουχούρ. σολούχος [so'luxos] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. soluk = ανάσα, όπου και διαλεκτ. τύπ. soluh. Πβ. νεότ. ουσ. σουλούκι με την σημ. 1 (Mackridge 2021: 91).
1. Ανάσα, αναπνοή ό.π.τ. : Παίρω σολούκ (αναπνέω) Ουλαγ. -Κεσ. Παίρνω το σολούχου μου (παίρνω την αναπνοή μου) Αραβαν. -Μαυρ.-Κεσ. Παίρου σολούχ μπα̈́ρτσ̑α (Παίρνω ανάσα γρήγορα, λαχανιάζω) Μισθ. -Κοτσαν. Έπαρ' ντιαρίν σολούχ (πάρε βαθιά ανάσα) Μισθ. -Κοτσαν. Ο πεχλιβάνης χέμεν μούχ'σιν το γιουμbρούχι του σου 'ρκουδού τον τσενέ, έκοψε το σολούχι του (Ο παλαιστής αμέσως έχωσε τη γροθιά του στο σαγόνι της αρκούδας έκοψε την ανάσα της) Φάρασ. -Παπαδ. Κόπην ντου σολούχ' μ' (Μου κόπηκε η ανάσα) Μισθ. -Κοτσαν. Τζ̑ο πόρκαν να κρατήσουν το σ̑ολούχ̇ι τουν στη βρώμα του φερίνκιν ο άνεμος (Δεν μπόρεσαν να κρατήσουν την αναπνοή τους από τη βρώμα που έφερνε ο άνεμος) Φάρασ. -Παπαδ. Γούργουρούς μου γιομάτους είνι και δε μπορού να πάρου σολούχ’ (Ο λαιμός μου είναι γεμάτος και δεν μπορώ να πάρω ανάσα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Ξέβ'κι όξου οπ' τσην τρύπα να πάρ' ένα σολού (Βγήκε έξω από την τρύπα να πάρει μιά ανάσα) Σίλ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β
2. Ψυχορράγημα Φάρασ.
3. Μτφ., στιγμή, δευτερόλεπτο Τσουχούρ., Φάρασ. : Σε σολούχου χαρ χαρ το νερό ανdί ποτάμι δέβηνι μπρό μας (Στην στιγμή χαρ χαρ το νερό σαν ποτάμι έτρεξε μπροστά μας) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.