σολούχι
(ουσ. ουδ.)
σολούκ
[sοˈluk]
Ουλαγ.
σολούχ'
[sοˈlux]
Ανακ., Αραβαν., Μισθ., Σίλ., Φλογ.
σολού
[soʹlu]
Σίλ.
σουλούχ'
[suˈlux]
Φλογ.
σουλούχ̇ι
[su'luxi]
Φάρασ.
σολούχ̇ι
[sοˈluxi]
Φάρασ.
σολούχου
[sοˈluxu]
Αραβαν., Τσουχούρ.
σολούχος
[so'luxos]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. soluk = ανάσα, όπου και διαλεκτ. τύπ. soluh. Πβ. νεότ. ουσ. σουλούκι με την σημ. 1 (Mackridge 2021: 91).
1. Ανάσα, αναπνοή
ό.π.τ.
:
Παίρω σολούκ
(αναπνέω)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Παίρνω το σολούχου μου
(παίρνω την αναπνοή μου)
Αραβαν.
-Μαυρ.-Κεσ.
Παίρου σολούχ μπα̈́ρτσ̑α
(Παίρνω ανάσα γρήγορα, λαχανιάζω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έπαρ' ντιαρίν σολούχ
(πάρε βαθιά ανάσα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ο πεχλιβάνης χέμεν μούχ'σιν το γιουμbρούχι του σου 'ρκουδού τον τσενέ, έκοψε το σολούχι του
(Ο παλαιστής αμέσως έχωσε τη γροθιά του στο σαγόνι της αρκούδας έκοψε την ανάσα της)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Κόπην ντου σολούχ' μ'
(Μου κόπηκε η ανάσα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τζ̑ο πόρκαν να κρατήσουν το σ̑ολούχ̇ι τουν στη βρώμα του φερίνκιν ο άνεμος
(Δεν μπόρεσαν να κρατήσουν την αναπνοή τους από τη βρώμα που έφερνε ο άνεμος)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Γούργουρούς μου γιομάτους είνι και δε μπορού να πάρου σολούχ’
(Ο λαιμός μου είναι γεμάτος και δεν μπορώ να πάρω ανάσα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Ξέβ'κι όξου οπ' τσην τρύπα να πάρ' ένα σολού
(Βγήκε έξω από την τρύπα να πάρει μιά ανάσα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
2. Ψυχορράγημα
Φάρασ.
3. Μτφ., στιγμή, δευτερόλεπτο
Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Σε σολούχου χαρ χαρ το νερό ανdί ποτάμι δέβηνι μπρό μας
(Στην στιγμή χαρ χαρ το νερό σαν ποτάμι έτρεξε μπροστά μας)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.