σολουχλαντίζω
(ρ.)
σολουχλαdίζου
[soluxlaˈdizu]
Φάρασ.
σολουχλαdώου
[soluxlaˈdou]
Φάρασ.
Αόρ.
σολουχλάτ'σα
[soluˈxlatsa]
Φάρασ.
Από τον αὀρ. solukladı του τουρκ. ρ. soluklamak = αναπνέω.
Ασθμαίνω