σολούτρα
(ουσ. θηλ.)
σ̑ολούτρα
[ʃoˈlutra]
Σίλ.
σ̑ότρα
[ʹʃotra]
Σατ.
σούτρα
[ˈsutra]
Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. χολέδρα, μεσν. χολέτρα = ὑδρορρόη.
1. Λούκι, σωλήνας απορροής υδάτων
Σίλ.
:
Είχε νια σ̑ολούτρα νηλός
(Είχε ένα λούκι ο ληνός)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
2. Η υδρορροή ή το αυλάκι που μεταφέρει προς τα έξω τα ακάθαρτα νερά του σπιτιού και τα όμβρια νερά
Φάρασ.
3. Τρεχούμενο νερό
:
Το σάσι του βgαίγκιν αντι 'α σ̑ότρα στο παγάνι
(Η φωνή του έβγαινε σαν το γάργαρο νερό στο ρέμα)
Σατ.
-Παπαδ.