ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σολούτρα (ουσ. θηλ.) σ̑ολούτρα [ʃoˈlutra] Σίλ. σ̑ότρα [ʹʃotra] Σατ. σούτρα [ˈsutra] Φάρασ. Από το αρχ. ουσ. χολέδρα, μεσν. χολέτρα = ὑδρορρόη.
1. Λούκι, σωλήνας απορροής υδάτων Σίλ. : Είχε νια σ̑ολούτρα νηλός (Είχε ένα λούκι ο ληνός) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5
2. Η υδρορροή ή το αυλάκι που μεταφέρει προς τα έξω τα ακάθαρτα νερά του σπιτιού και τα όμβρια νερά Φάρασ.
3. Τρεχούμενο νερό : Το σάσι του βgαίγκιν αντι 'α σ̑ότρα στο παγάνι (Η φωνή του έβγαινε σαν το γάργαρο νερό στο ρέμα) Σατ. -Παπαδ.