σομουρντίζω (II)
σομουρντίζω
[somurˈdizo]
Φάρασ.
σομουρντάω
[somurˈdao]
Φάρασ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. sömürmek = α) απομυζώ β) εκμεταλλεύομαι γ) καταβροχθίζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. somurmak, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Τρώω λαίμαργα
ό.π.τ.