ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σομουρντίζω (II) σομουρντίζω [somurˈdizo] Φάρασ. σομουρντάω [somurˈdao] Φάρασ. Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. sömürmek = α) απομυζώ β) εκμεταλλεύομαι γ) καταβροχθίζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. somurmak, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Τρώω λαίμαργα ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024