σολάκλαϊ
(επίρρ.)
σολάκλαϊ
[soˈlaklai]
Μισθ.
Aπό το επίθ. σολάχ και το ουσ. αλλάγι. Πβ. παλ. τύπ. solakay ή solaġay του τουρκ. επιθ. solak = αριστερόχειρας (Nişanyan 2002-2022: λ. solak), και τους τουρκ. διαλεκτ. τύπ. solakay, solahay (Eren 1999: λ. solak).
Πβ.
δεξιάλλαϊ
Στα αριστερά, προς τα αριστερά