σολάβι
(ουσ. ουδ.)
σ̑ολάβι
[ʃοˈlavi]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. seylap = πλημμύρα, υπερχείλιση (πβ. τουρκ. διαλεκτ. τύπ. selav = λάκκος σε βουνό· THADS, λ. selav).
Χείμαρρος
:
Οπ’ απάνου οπ’ τα βουνά ήρτ’ ένα σ̑ολάβι, πήρι τ’ κουμέσ̑ι μου οπ’ τεζ όρνισες 'ντάμα
(Πάνω απ’ τα βουνά κατέβηκε ένας χείμαρρος, παρέσυρε το κοτέτσι μου μαζί με τις κότες)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6