σολάβι
(ουσ. ουδ.)
σ̑ολάβι
[ʃοˈlavi]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. seylap = πλημμύρα, υπερχείλιση (πβ. τουρκ. διαλεκτ. τύπ. selav = λάκκος σε βουνό· THADS, λ. selav).
Υπερχειλισμένος χείμαρρος
:
Οπ’ απάνου οπ’ τα βουνά ήρτ’ ένα σ̑ολάβι, πήρι τ’ κουμέσ̑ι μου οπ’ τεζ όρνισες 'ντάμα
(Πάνω απ’ τα βουνά κατέβηκε ένας χείμαρρος, παρέσυρε το κοτέτσι μου μαζί με τις κότες)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Αν έρσ̑ιτι πολύ τ' σ̑ολάβι πήρισκι τα παιριά, κατσίκες, γκιοπρού μας όλου χάλασεν τα
(Αν έρχεται πολύ πλημμυρισμένος χείμαρος, έπαιρνε τα παιδιά, κατσίκες, το γεφύρι μας το χάλασε όλο)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ3
Σολάβι πολύ ήτονι, πήρι τζη νύφη κι έφυγι
(Ήτανε μεγάλη πλημμύρα, πήρε την παντρεμένη γυναίκα και την παρέσυρε)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ3