ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σολντίζω (ρ.) σολτίζω [solˈtizo] Μαλακ. σολτσίζου [ˈsoltsizu] Σίλ. σολντι-αινέσκω [soldieˈnesko] Φάρασ. Αόρ. σόλ'τσα [ˈsoltsa] Μαλακ. Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. solmak = α) ξεθωριάζω β) χάνω τη φρεσκάδα μου, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Ο τύπ. σολντι-αινέσκω αναλογ. προς άλλα ρ. σε -(ι)αινέσκω.
1. Μαραίνομαι ό.π.τ. : || Παροιμ. Ο νομάτ’ ένι άνdι χουωρό χορτάρ’, ’φότι πρασινίζει, σολντι-αινέσκει τσ̑όας (Ο άνθρωπος είναι σαν το χλωρό χορτάρι, μόλις πρασινίζει, μαραίνεται κιόλας˙ για τα γηρατειά) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. μαραίνω
2. Ξεθωριάζω Μαλακ.