σολντίζω
(ρ.)
σολτίζω
[solˈtizo]
Μαλακ.
σολτσίζου
[ˈsoltsizu]
Σίλ.
σολντι-αινέσκω
[soldieˈnesko]
Φάρασ.
Αόρ.
σόλ'τσα
[ˈsoltsa]
Μαλακ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. solmak = α) ξεθωριάζω β) χάνω τη φρεσκάδα μου, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Ο τύπ. σολντι-αινέσκω αναλογ. προς άλλα ρ. σε -(ι)αινέσκω.
1. Μαραίνομαι
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Ο νομάτ’ ένι άνdι χουωρό χορτάρ’, ’φότι πρασινίζει, σολντι-αινέσκει τσ̑όας
(Ο άνθρωπος είναι σαν το χλωρό χορτάρι, μόλις πρασινίζει, μαραίνεται κιόλας˙ για τα γηρατειά)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
μαραίνω
2. Ξεθωριάζω
Μαλακ.