σον (II)
(αντων.)
σον
[son]
Αξ., κ.α., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ.
σο
[so]
Γούρδ., κ.α., Ουλαγ., Σεμέντρ.
σόνα
[ˈsona]
Σινασσ., Τελμ., Τσαρικ., Φάρασ.
Πληθ.
σάνα
[sana]
Φάρασ.
Από την αρχ. κτητ. αντων. σος.
Πβ.
εμόν
Δικός σου
ό.π.τ.
:
To σον ο νομάτ'
(O δικός σου ο άντρας)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Tο σό ντο παιί
(το δικό σου το παιδί)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Τα σάνα οι κόρες
(Oι δικές σου κόρες)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Σαν το σον το τουντούρ' δε βρίσκετ' άλλο
(Σαν το δικό σου το ταντούρι δεν υπάρχει άλλο)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Εγώ σο σόνα σο σεράιχ ήρτα
(Εγώ ήρθα στο παλάτι σου)
Τελμ.
-Dawk.
'γώ το σόνα ο υιός τζ̑οὔνομαι
(Εγώ δικός σου γιος δεν γίνομαι)
Φάρασ.
-Dawk.
Γούλτω κι εσ̑ύ απ’ εκείνα, κι εγώ αζ γουλτώσω ασ' τα σον τα λακι̂ρντι̂́για
(Γλύτωσε κι εσύ από εκείνα, κι εγώ ας γλυτώσω απ' τη γκρίνια σου)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Μπέλκι το βασ̑ιλοψ̑ύμ' να έν΄ το σον το γι̂σμέτ'
(ίσως η βασιλεία να είναι η μοίρα σου)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Εγώ τα σόνα τα παράδια δεν τα θέλω
(Εγώ δεν τα θέλω τα λεφτά σου!)
Σινασσ.
-Ρίζ.Αγ.
Νάμους το σον το βόιδι τσ̑αι σον τόπου του να σα δώσου το γαϊρίδι μας
(Δωσ' μου το βόδι σου και σε αντάλλαγμα θα σου δώσω τον γάιδαρό μας)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.
Το σόνα το γαϊδίρι ξείλτσε στο γκάdζ̑ι
(το δικό σου το γαϊδούρι έπεσε από τον βράχο)
Φάρασ.
-Dawk.
Ο Χριστός 'α ειπεί τι κι το Μωχαμέτη "'ς έρτουν τσ̑αι τα σάνα οι νομάτοι»
(O Xριστός θα πει στο Μωάμεθ ότι «Ας έρθουν και οι δικοί σου οι άνθρωποι»)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Και στα σόνα
(Και στα δικά σου˙ Ευχή σε γάμο)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Ας μουν ’ς το σον μέσ’ γιαβόλ’
(Ας μπουν μέσα σου διάβολοι˙ βρισιά)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555