σορμούχ
(ουσ. ουδ.)
σορμούχ
[sorˈmux]
Φλογ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. sormuk = α) πιπίλα β) λουκούμι ή καραμέλα που τύλιγαν σε πανί εν είδει πιπίλας (Τietze 2019: λ. sormuk).
Πολτοποιημένη σταφίδα τυλιγμένη σε ύφασμα εν είδει πιπίλας