σορσοφί
(επίθ.)
σορσοφί
[sorsoˈfi]
Γούρδ.
Από το τουρκ. ουσ. sofu, όπου και διαλεκτ. τύπ. sofi = α) αυτός που υπακούει απόλυτα στις εντολές και τις απαγορεύσεις της θρησκείας β) διαλεκτ., άνθρωπος πλένεται πάρα πολύ, πάρα πολύ καθαρός, με εμφατ. αναδιπλ. Πβ. το απλό σοφούς.
Πβ.
σοφούς
Σχολαστικός
Γούρδ.