σορσοφί
(επίθ.)
σορσοφί
[sorsoˈfi]
Γούρδ.
Από το τουρκ. ουσ. sofu, όπου και διαλεκτ. τύπ. sofi = α) αυτός που υπακούει απόλυτα στις εντολές και τις απαγορεύσεις της θρησκείας β) διαλεκτ., άνθρωπος πλένεται πάρα πολύ, πάρα πολύ καθαρός, με εμφατ. αναδιπλ. Πβ. το απλό σοφούς.
Πβ.
σοφούς
Τροποποιήθηκε: 19/10/2025