σουβλί
(ουσ. ουδ.)
σουβλί
[suˈvli]
Γούρδ.
σουγλί
[su'ɣli]
Αραβαν., Σινασσ.
σογλί
[sοˈɣli]
Μισθ., Φάρασ.
σουγουλί
[suɣu'li]
Φερτάκ.
σοχλί
[sοˈxli]
Αξ.
Γεν. Εν.
σοχλιού
[sοˈxʎu]
Αξ.
Από το μεσν. ουσ. σουβλί, υποκορ. του σούβλα (< λατιν. subula). Ο τύπ. σουγλί ήδη μεσν. Ο τύπ. σουγουλί με ανάπτυξη [u]. Οι τύπ. σογλί και σοχλί με τροπή [u] > [o]. Ο τύπ. σοχλί με τροπή [v] > [x]. Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. suğlu, από το οπ. ορισμένοι τύπ. πιθ. αντιδάν. (Tietze 1955: 240)
Σούβλα, οβελός
ό.π.τ.
:
Έζεσανε το σογλί
(Zέσταναν τη σούβλα)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
ιλύδι