ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σουβλί (ουσ. ουδ.) σουβλί [suˈvli] Γούρδ. σουγλί [su'ɣli] Αραβαν., Σινασσ. σογλί [sοˈɣli] Μισθ., Φάρασ. σουγουλί [suɣu'li] Φερτάκ. σοχλί [sοˈxli] Αξ. Γεν. Εν. σοχλιού [sοˈxʎu] Αξ. Από το μεσν. ουσ. σουβλί, υποκορ. του σούβλα (< λατιν. subula). Ο τύπ. σουγλί ήδη μεσν. Ο τύπ. σουγουλί με ανάπτυξη [u]. Οι τύπ. σογλί και σοχλί με τροπή [u] > [o]. Ο τύπ. σοχλί με τροπή [v] > [x]. Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. suğlu, από το οπ. ορισμένοι τύπ. πιθ. αντιδάν. (Tietze 1955: 240)
Σούβλα, οβελός ό.π.τ. : Έζεσανε το σογλί (Zέσταναν τη σούβλα) Φάρασ. -Dawk.
Συνών. ιλύδι