σορτώ
(ρ.)
σορτώ
[sorˈto]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. sormak = ρουφώ, πιπιλάω.
Απομυζώ, απορροφώ
Τροποποιήθηκε: 13/09/2025