σότρι
(ουσ. ουδ.)
σ̑ότρι
['ʃotri]
Κίσκ., Φάρασ., Φκόσ.
σ̑όντρι
['ʃodri]
Φάρασ., Φκόσ.
Από το ουσ. σ̑ολούτρα < μεταγν. ουσ. χολέδρα = υδρορρόη, μεσν. χολέτρα, και το υποκορ. επίθμ. -ιον > -ι, με ομαλή για τα ιδιώμ. Φαράσων αποβ. μεσοφωνηεντ. [l]. Tύπ. χολέτρι και Κύπρ. Βλ. Dawkins (1921: 51), όπου o ίδιος αναιρεί την παλαιότ. δική του ετυμολόγηση (Dawkins 1915: 648) και του Gregoire (1909: 149) από το ουσ. χύτρα.
Πέτρινη υδρορροή σπιτιού
ό.π.τ.
:
Σ̑οντρά το σ̑όντρι πάνου του
(η υδρορροή χύνεται πάνω του)
Φάρασ.
-Dawk.
Του μυού το σ̑ότρι
(Η υδρορροή του μύλου)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ373
Πβ.
σολούτρα